Σέφης Αναστασάκος:
«ο πλαστήρας και η εποχή του»
Ο «Μαύρος Καβαλάρης»
μέσα από την ερευνητική ματιά ενός σύγχρονου συγγραφέα
Συνέντευξη στην Καίτη Νικολοπούλου
Πρώην βουλευτής, δικηγόρος, ποιητής, ερευνητής. Μα, πάνω απ' όλα, ένας υπέροχος άνθρωπος. Συναντήσαμετον κ. Σέφη Αναστασάκο στο γραφείο του, προκειμένου να μας μιλήσει για το σπουδαίο δημιούργημα του: το τρίτομο έργο του «Ο Πλαστήρας και η εποχή του» που, ενώ κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Επικαιρότητα», βρίσκεται ήδη στη δεύτερη έκδοση.'Ενα δημιούργημα που χρειάστηκε δεκαπέντε χρόνια έρευνας σε αρχεία, βιβλιοθήκες, μνήμες... Ο κ. Σέφης Αναστασάκος ανταποκρίθηκε πρόθυμα και εγκάρδια, αφήνοντας μας να του κλέψουμε πολύτιμο χρόνο από τις πολλαπλές υποχρεώσεις του. Στην πραγματικότητα, το ταξίδι δεν σταματά στη ζωή του «Μαύρου Καβαλάρη», αφού μέσα από το πολυσέλιδο αυτό έργο αναδεικνύονται οι τελευταίες δεκαετίες της ελληνικής ιστορίας. Και αυτό κάνει το έργο ακόμη πιο σπουδαίο.
EΡ: Κύριε Αναστασάκο, πώς σκιαγραφείτε την προσωπικότητα τον Νικόλαου Πλαστήρα;
ΑΠ.: Στις 4 Νοεμβρίου 1883 μέσα στο «ντάμι» του Χατζήλιαγα σ' ένα άθλιο ισόγειο κτίσμα της πόλης της Καρδίτσας, που λίγο πριν ανήκε σ' έναν Τούρκο που έφερε τ' όνομα του, γεννιέται ο Νικόλαος Πλαστήρας από φτωχούς ραγιάδες και κολλήγους γονείς.
Ένας φιλόδοξος νέος μεγαλώνει στην αγροτική επαρχία της Καρδίτσας, με τις κοινωνικές αντιθέσεις να παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην ψυχοσύνθεση του. Θα παραμείνει για πάντα στη μνήμη του Πλαστήρα η κοινωνική εξαθλίωση των συμπατριωτών του, ακτημόνων κολλήγων, την οποία και ο ίδιος βίωσε, γεγονός το οποίο θα λειτουργήσει σαν καταλύτης στο να έχει πάντα ιδιαίτερη ευαισθησία για τα θύματα της κοινωνικής αδικίας. Οι μνήμες του αυτές θα ζωντανέψουν, όταν ο ίδιος βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τη σκληρή πραγματικότητα και ως αρχηγός της Επανάστασης μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 κλήθηκε ν' αποκαταστήσει ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες, να τους εξασφαλίσει τροφή, στέγη, περίθαλψη και εργασία. Πρώτη επαναστατική του πράξη, η απαλλοτρίωση της γης και η αποκατάσταση των ακτημόνων.
EΡ: Ο Πλαστήρας έχει μείνει στην Ιστορία ως ένας γενναίος στρατιώτης και, εξ αιτίας αυτού, το προσωνύμιο τον ήταν ο «Μαύρος Καβαλάρης». Σαν ερευνητής συγγραφέας, πώς τον αναδεικνύετε μέσα στο βιβλίο σας;
ΑΠ.: Ο Πλαστήρας είχε πίστη και όραμα στην επιδίωξη των στόχων του και ταυτόχρονα ήταν ασυμβίβαστος με τις αρχές του. Απ' τη δομή αυτή του χαρακτήρα του και των αξιών που ο ίδιος επιδίωκε να υπηρετήσει, ας μου επιτραπεί να κάνω μερικές αναφορές: Το 1918, η μονάδα του θα πάρει μέρος στο Μακεδόνικο Μέτωπο, στις επιχειρήσεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Θα βρεθεί στην πρώτη γραμμή της εκπόρθησης του ισχυρού οχυρού Σκρα ντι Λέγκεν που κατείχαν οι Γερμανοβούλγαροι. Προελαύνοντας θα εισέλθει πολύ βαθιά στις εχθρικές θέσεις και από εκεί θα στείλει το παρακάτω επείγον σήμα: «Έφτασα τέρμα αντικειμενικού σκοπού. Φίλιον πυροβολικόν βάλλει γραμμή μου. Διατάξατε αμέσως παύση πυρ. Εχθρός υποχωρεί πανικόβλητος. Δέον διαταχθή καταδίωξης προς εκμετάλλευσιν επιτυχίας. ΝΙΚ. ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ».
Το 1919, ο συνταγματάρχης Νικ. Πλαστήρας θα περάσει από την Κωνσταντινούπολη με κατεύθυνση την Οδησσό. Στις «αναμνήσεις» του απ' την εκστρατεία αυτή της Ουκρανίας, θα γράψει ο ίδιος για την επίσκεψη αυτή: «...Ήμην επί τέλους στην Αγιά Σοφιά! Είδα το ωραιότερο παιδικό μου όνειρο να γίνεται πραγματικότηςί Πριν από 6,5χρόνια, ξεκίνησα από τη Μελούνα, ανθυπολοχαγός, με τη μικρή ελπίδα πως μπορώ να δω τη Θεσσαλονίκη! Και τώρα, ύστερα από τόσους αγώνας και δεκάδας μαχών, να είμαι στην Αγιά Σοφιά, και μάλιστα να μπω μέσα, αφού επήδησα επάνω από Τούρκους στρατιώταςί...»
ΕΡ.: Η στρατιωτική του ζωή τον έκανε αναγκαστικά να είναι σκληρός, αφού τόλμησε να στείλει στο Απόσπασμα τους υπευθύνους της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ταυτόχρονα όμως ήταν και ευαίσθητος στον ανθρώπινο πόνο. Τι έχετε να μας πείτε για αυτό;
ΑΠ.: Το 1920 είχε την ευθύνη της περιοχής της Μαγνησίας, της Μικράς Ασίας, μετά την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στην Ιωνία με την εντολή των Δυνάμεων της Entente. Εκεί θα τον συναντήσει ο Κώστας Μισαηλίδης, πολεμικός ανταποκριτής, και θα γράψει για τ' ανθρώπινα αισθήματα του Μαύρου Καβαλάρη:
«Ένα απόγευμα, πηγαίνοντας προς την Μητρόπολι, συναντώ στο δρόμο τον Πλαστήρα.
Για πού; τον ρωτώ.
Έρχομαι από την Μητρόπολι. Ο Θεός μού έστειλε τρία παιδιά ακόμη. Πήγα και τα υιοθέτησα κι αυτά επισήμως. Πέθανε ψες ο πατέρας τους και τ'άφησε πανόρφανα.
Γύρισα πάλι και τον είδα. Μου φάνηκε πως μεγάλωνε κι αψήλωνε μπρος μου...», συμπληρώνει ο δημοσιογράφος.
Τον Αύγουστο του 1922 θα επέλθει η κάθαρση της τραγωδίας του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία, σαν συνέπεια των σφαλμάτων της κωνσταντινικής στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας. Επέρχεται η κατάρρευση της Στρατιάς, η Καταστροφή και ο Ξεριζωμός του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας.
ΕΡ.: Έχει περάσει στην Ιστορία ο Νικόλαος Πλαστήρας σαν ασυμβίβαστος επαναστάτης. Τι θα μας πείτε γ ι’ αυτό; ΑΠ.: Ο Μαύρος Καβαλάρης θα φτάσει τελευταίος στο λιμάνι του Τσεσμέ για επιβίβαση, αφού στο μεταξύ θα δώσει σκληρές μάχες, αποκρούοντας τον επελαύνοντα τουρκικό στρατό. Θα κηρύξει την Επανάσταση και θα τον ακολουθήσουν όλοι οι αξιωματικοί, βενιζελικοίκαι βασιλικοί, Συνταγματάρχες και Στρατηγοί. Στόχος, η ανόρθωση και η σωτηρία της πατρίδας.
«Ενα μεσημέρι του Σεπτέμβρη 1922», έγραφε τότε η Πηνελόπη Δέλτα στο ημερολόγιο της, «έμπαινε ο Αρχηγός στην Αθήνα, επικεφαλής επαναστατημένων στρατιωτικών τμημάτων. Μαύρος, σκονισμένος, σκοτεινός, παλιοντυμένος, αδύνατος, άγριος, με σφιγμένα τα δόντια και μάτια, που μέσα τους έβλεπες την απελπισία. Σε κείνους που έκαναν να τον ζητωκραυγάσουν, φώναξε θυμωμένος: Τι ζωτοκραυγάζετε; επιστρέφουμε νικημένοι, καταστραμμένοι. Τον είδα που πέρασε τη λεωφόρο Κηφισίας, μπαρουτοκαπνισμένο, τα μαύρα του φρύδια, άσπρα από τη σκόνη, το πρόσωπο του αδύνατο σα ρέγκα καπνισμένη, αγέλαστο, αυστηρό».
Κλειδί, όπως είναι γνωστό, στην υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης και στην εξασφάλιση δικαιωμάτων της Ελλάδος, έστω και ηττημένης, ήταν η συγκρότηση της «Στρατιάςτου'Εβρου».
Ο Πλαστήρας, Αρχηγός της Επανάστασης, θα επισκεφθεί τον'Εβρο και θα πει στους στρατιώτες: «...Εγώ δε σας υπόσχομαι αποστράτευσι. Εγώ σας λέγω πως μπορεί να ζαναπολεμήσετε. Ούτε θα σας ρωτήσω αν θέλετε να πολεμήσετε, παρά θα σας πάγω, σαν έλθει η ώρα και με τη β ία ακόμα, στη φωτιά. Την Ελλάδα από το αυτί θα την αρπάζωμε και θα τη σώσουμε, θέλει δε θέλει. Και θα τη σώσετε σεις, και θα πολεμήσετε καλά όταν είναι ανάγκη και το θέλει η Πατρίδα».
Είναι για τον λόγο αυτό που ο Βενιζέλος θα πει τότε για τον Πλαστήρα: «Έθνος το οποίον εις κρίσιμους στιγμάς εμφανίζει τοιούτους άνδρας δύναται ν' αποβλέπη μετ' εμπιστοσύνης εις το μέλλον».
EΡ: Γνωρίζουμε ότι το 19221923 ο Νικ. Πλαστήρας ήταν πανίσχυρος. Τον ενδιέφερε η εξουσία ή όταν ηρέμησαν τα πράγματα παραιτήθηκε;
ΑΠ.: Στις 2 Ιανουαρίου 1924, ο Πλαστήρας, αφού ολοκλήρωσε το έργο της Επανάστασης και αφού διοργανώθηκαν εκλογές, παρέδωσε την εξουσία στους πολιτικούς, μπροστά στην Εθνοσυνέλευση, λέγοντας: «Με την χαρμόσυνον αυτήν προσδοκίαν διά το μέλλον, καταθέτω σήμερον την εξουσίαν την Επαναστάσεως ενώπιον της κυρίαρχου Εθνικής Συνελεύσεως».
Ήταν μόλις 40 χρονών, χωρίς κανένας να του αμφισβητήσει την επαναστατική του εξουσία. Του πρότειναν να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Δεν δέχτηκε. Προτίμησε τον ρόλο του απλού πολίτη. Έφυγε αμέσως για την Καρδίτσα.Ένα μικρό σπιτάκι στην ορεινή Νεράιδα το περίμενε. Ήταν καιρός να φροντίσει λίγο την υγεία του. Η φυματίωση του 'σκάβε τα σωθικά. Θ' αναγκαστεί να φύγει στο εξωτερικό για θεραπεία, όπου και θα παραμείνει εκεί με μικρές διακοπές, μέχρι που τον Δεκέμβριο του 1944 ο πολιτικός κόσμος θα τον αναζητήσει ως Συμφιλιωτή μπροστά στην ανοιχτή εθνική πληγή. Πιστεύει στον ρόλο αυτό και προωθεί λύσεις αποτροπής του Εμφυλίου που ερχόταν. Ο βρετανικός παράγοντας, όμως, δεν θέλει την ειρήνευση του Πλαστήρα, επιδιώκει τη ρήξη. Ο Πλαστήρας θ' ανατραπεί και ο Εμφύλιος δυστυχώς δεν θα αποτραπεί.
ΕΡ.: Καίτοι όμως ήταν στρατιωτικός, παρέμεινε στην Ιστορία και σαν Πολιτικός που ενδιαφερόταν για την ειρήνευση τον τόπον σε κρίσιμες περιόδονς; Μιλήστε μας και για τον ρόλο αντό.
ΑΠ.: Μετά τη λήξη του Εμφυλίου, ο Πλαστήρας με την ΕΠΕΚ που συγκρότησε θα είναι ο «νικητής» των εκλογών του 1950, με το ειρηνευτικό του κήρυγμα και τα μέτρα εκδημοκρατισμού. Οι απόψεις του «ακουμπούν» ολοένα και ευρύτερες μάζες. Στις ομιλίες του θα υποστηρίξει: «Με το μίσος δεν αντιμετωπίζονται αι εθνικαί περιπέτειαι. Με την εξαθλίωσιν, δεν κατασιγάζεται η κοινωνική αναταραχή. Με την περιφρόνησιν του ηθικού νόμου, δεν συντελείται η ανάπλασις του εθνικού μας βίου».
Την ίδια πολιτική θ' ακολουθήσει και μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1951, που επίσης κέρδισε: «Εάν είχον απόλυτον δύναμιν, τα "μέτρα της επιεικείας" θα ήσαν ευρύτερα διά την σημερινήν κατάστασιν, αλλά δεν ημπορώ να προχωρήσω περισσότερον διότι τα ανθρώπινα ρυθμίζονται σύμφωνα με τας πολιτικάς καταστάσεις των εποχών. Οιασδήποτε δυσχερείας και εάν συναντήσωμεν εις το δρόμον μας, μια των κυριωτέρων μας ασχολιών θα είναι να ειρηνεύσωμεν τον τόπον αυτόν, διότι πιστεύω ότι μετά την ειρήνευσιν και μόνον είναι δυνατόν ν' ανασυγκροτηθή εκ βάθρων ο τόπος αυτός». Παρά τις αντιδράσεις απ' τις ακραίες πολιτικές δυνάμεις, θα προωθήσει την πολιτική της Ειρήνευσης και θ' ανοίξει τον δρόμο για τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Θα βρεθεί η πολιτική του στη μέγγενη τόσο της Δεξιάς, όσο και της Αριστεράς. Η μεν πρώτη θα τον κατηγορήσει ως συνοδοιπόρο, ενώ η δεύτερη θα ρίξει το σύνθημα στις εκλογές του 1952 «τι Πλαστήρας, το Παπάγος»,
σε μια περίοδο έντασης του Ψυχρού Πολέμου, με τον πόλεμο της Κορέας σε επικίνδυνη κλιμάκωση απειλής της παγκόσμιας ειρήνης.Ο Πλαστήρας θα βρεθεί στην αντιπολίτευση, η δε κλονισμένη υγεία του επιδεινώνεται. Στις 27 Ιουλίου 1953, ο Μαύρος Καβαλάρης του Σαραντάπορου, του Λαχανά, του Σκρα ντι Λέγκεν, του Καλαί Γκρότο, του Τουμλού Μπουνάρ και του Σαλιχλί, θ' αναπαυθεί για πάντα.
EΡ: Είναι γνωστό ότι ο Πλαστήρας ήταν ανιδιοτελής και δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ ν' αποκτήσει περιουσία. Στο βιβλίο σας για το θέμα αυτό αναφέρεστε σε χαρακτηριστικά στιγμιότυπα. Μπορείτε να μας πείτε κάτι σχετικό;
ΑΠ.: Κυρία Νικολοπούλου, θα σας αναφέρω κάτι χαρακτηριστικό. Λίγες ημέρες μετά την κηδεία του, οι συγγενείς του «κατέγραψαν» τα «περιουσιακά» του στοιχεία. Βρήκαν στη τσέπη του 216 δρχ. και δέκα δολάρια. Καμιά κατάθεση σε τράπεζα. Κανένα ακίνητο. Ούτε σπίτι δικό του δεν είχε. «Κάποτε», γράφει ο δημοσιογράφος Βάσος Τσιμπιδάρος, «ο στενός του φίλος Γιάννης Μοάτσος είχε πάρει την πρωτοβουλία να του εξασφαλίσει μόνιμη στέγη, για να μην περιφέρεται εδώ και εκεί σε ξενοδοχεία και δωμάτια. Πήγε λοιπόν σε μια τράπεζα και μίλησε με το διοικητή. «Τι;» απόρησε εκείνος. «Ο Πλαστήρας δεν έχει σπίτι; Βεβαίως θα του δώσουμε ό,τι δάνειο θέλει και μάλιστα με τους καλύτερους όρους. Πάρτε αυτό το έντυπο να το συμπληρώσει και να το υπογράψει.
Το δάνειο θα εγκριθεί αμέσως». Χαρούμενος έτρεξε στον Πλαστήρα να του αναγγείλει το ευχάριστο νέο. «Άιντε, ρε Γιάννη», του είπε. «Με τι μούτρα θα βγω στο δρόμο ανμαθευθεί πως εγώ, ο συνταξιούχος, πήρα τόσο δάνειο για σπίτι;»Έσχισε το έντυπο στα τέσσερα και το πέταξε». Είκοσι επτά χρόνια αργότερα, στις 4 Νοεμβρίου 1980, η καρδιά του Μαύρου Καβαλάρη, που φυλάσσονταν απ' το φίλο του γιατρό Αντ. Παπαϊωάννου, μεταφέρθηκε στη γενέτειρα του την Καρδίτσα, σύμφωνα με την επιθυμία του.Ήθελε να πάλλεται στους ρυθμούς των ταπεινών και καταφρονεμένων! Ηθελε ν' αναπαυθεί ανάμεσα στους αδάμαστους ορεσίβιους προγόνους του και τους συμπατριώτες του κολλήγους.Ήθελε να είναι ο εαυτός του γιατί, «δει τον αγαθόν άνδρα παυόμενον της αρχής, μη πλουσιώτερον αλλ' ενδοξότερον γεγονέναι».